ύπνος

ύπνος
ο
1) сон;

βαρύς (ελαφρός, (τε)ταραγμένος) ύπν — крепкий (лёгкий, беспокойный) сон;

στον ύπνο ( — или καθ' ύπνον — или καθ' ύπνους) — во сне;

απ' τον ύπνο — со сна;

παίρνω τον ύπνο — засыпать;

πήρα έναν ύπνος — я немного соснул;

με πήρε ο ύπνος — меня одолел сон, я заснул;

δεν με πιάνει ( — или δεν μού μπαίνει, δεν μού κολλάει) ύπνος — я не могу заснуть, мне не спится, меня сон не берёт;

σηκώνομαι απ' τον ύπνο — просыпаться, вставать;

πηγαίνω γιά ύπνο — идти спать;

2) сновидение, сон;

§ κοιμούμαι τον ύπνο τού δικαίου — спать сном праведника;

κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο — спать вечным сном;

είδα στον ύπνο μου — мне приснилось, я видел во сне;

οΰτε στον ύπνο μου δεν το είδα ( — или δεν το περίμενα) — мне и во сне это не снилось;

αυτά πού λέει τα είδε στον ύπνο του — всё, что он говорит, — плод его воображения;

τον επιασα στον ύπνο — я застал его врасплох;

ύπνον ελαφρόν! — спокойной ночи!;

η αλεποβ στον ύπνο της πετειναράκια εθώρει — погов, лиса и во сне кур щиплет


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "ύπνος" в других словарях:

  • Ὕπνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπνος — sleep masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — ο 1. η κατάσταση του κοιμισμένου, η φυσιολογική νάρκη του εγκεφάλου, κατά την οποία παρατηρείται μείωση της συνείδησης και της κινητικής ικανότητας: Ο ύπνος είναι αδελφός του θανάτου. 2. μτφ., κάθε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής αδράνειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὕπνος γλυκίων μέλιτος. — ὕπνος γλυκίων μέλιτος. См. Сладкий сон …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. — ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. См. Сон смерти брат …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ГИПНОС —    • Ύπνος,          Somnus (от sopire), бог сна, сын Ночи (Νύξ), брат близнец Смерти (Θάνατος), с которой он живет в подземном мире. Ноm. Il. 16, 672, 14, 231. Hesiod. theog. 211. 758. Между тем как бессердечный и возбуждающий ужас даже в богах… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ὕπνω — Ὕπνος masc nom/voc/acc dual Ὕπνος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕπνε — Ὕπνος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπνε — ὕπνος sleep masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕπνοι — Ὕπνος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»